- σωφρονιστοῦ
- σωφρονιστήςone that chastensmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσωφρονιστής — ὁ, Α βοηθός τού σωφρονιστού στα γυμναστήρια τής Αθήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σωφρονιστής «επιστάτης, άρχοντας» (< σωφρονίζω)] … Dictionary of Greek